- ανταναμένω
- ἀνταναμένω (Α)περιμένω να δω πώς θα εξελιχθεί μια κατάσταση χωρίς να παίρνω εν τω μεταξύ τα μέτρα μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνταναμείναντες — ἀνταναμένω wait instead of aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)